- κυματοπλῆγες
- κῡματοπλῆγες , κυματοπλήξwavebeatenmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυματοπλήξ — κυματοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που πλήττεται από τα κύματα, αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτὰ κυματοπλήξ χειμερία κλονεῑται», Σοφ.) 2. αυτός που αναρρίπτεται, που ανατινάσσεται από τα κύματα («κυματοπλῆγες Iχθύες», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek